- φιλόλουτρος
- -ον, Ααυτός που τού αρέσει να πλένεται2. (για αλοιφή για τα μάτια) κατάλληλος για λουτρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -λουτρος (< λουτρόν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόλουτρος — fond of bathing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόλουτρον — φιλόλουτρος fond of bathing masc/fem acc sg φιλόλουτρος fond of bathing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλολούτρους — φιλόλουτρος fond of bathing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόλουτροι — φιλόλουτρος fond of bathing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλολουτρώ — έω, Α [φιλόλουτρος] μού αρέσει να πλένομαι … Dictionary of Greek